- προσεξαιρώ
- -έω, Α [ἐξαιρῶ]1. κυριεύω, καταλαμβάνω κάτι επί πλέον («προσεξαιρεῑν φρούριον», Ιώσ.)2. καταστρέφω επιπροσθέτως3. μέσ. προσεξαιροῡμαι, -έομαιεπιλέγω για τον εαυτό μου κάτι επιπροσθέτως («γυναῑκα ἕκαστος μίαν προσεξαιρέετο τὴν ἐβούλετο», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.